Στο "Νορβηγικό Δάσος" του Χαρούκι Μουρακάμι

Photo editor:Κική Χοροζάνη (Lavart)

I once had a girl, or should I say, she once had me…
She showed me her room, isn’t it good, Norwegian wood?

Ο Τόρου Βατανάμπε δε χρειάζεται τη μυρωδιά καμιάς μαντλέν, αρκούν οι στίχοι και η μουσική των Μπιτλς για να ελευθερωθεί η μνήμη, ανεξέλεγκτη, και να ανασύρει κομμάτια του εαυτού της από το μακρινό παρελθόν. Οδηγημένος από τη μελωδία, ο Τόρου θυμάται τη Ναόκο, την πρώτη μεγάλη του αγάπη – και κορίτσι του καλύτερου φίλου του. Η Ναόκο αγαπούσε αυτό το τραγούδι και ποιος μπορεί να πει αν είναι η γυναίκα ή η μουσική -ή και οι δύο- που γεννούν στον Τόρου τις εικόνες της φοιτητικής του ζωής, είκοσι χρόνια πριν, στο Τόκιο, την έντονη εποχή των παθών, του ερωτισμού και του σεξ, αλλά και την εποχή της ματαίωσης, των άτυχων επιθυμιών, της απώλειας.
Είναι η εποχή που εισβάλλει στη ζωή του σαρωτικά η Μιντόρι, η γυναίκα-γρίφος και δίλημμα, η γυναίκα-ορόσημο που έμαθε στον νεαρό Τόρου Βατανάμπε τι σημαίνει να επιλέγεις ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν.
Βαθύτατα υπαρξιακός και παράδοξα ρεαλιστής, ο μεγάλος Χαρούκι Μουρακάμι σε αυτό το πιο ανθρώπινο από τα μυθιστορήματά του στήνει μια περίλυπη, νοσταλγική γιορτή για τη χαμένη νιότη και τον έρωτα που γλιστρά συνέχεια, μα δίχως να μας στερεί ποτέ τη γλυκύτητα της προσδοκίας του.

Κάπως έτσι ξεκιναει το μαγικό μας  βιβλιό-ταξίδι στο «Νορβηγικό Δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι, ο οποίος με το μοναδικό του ταλέντο μας μεταφέρει με παραμυθένιο τρόπο σε μια νοσταλγική εποχή για τη χαμένη νιότη και τον έρωτα που φεύγει διαρκώς, χωρίς όμως να μας στερεί ποτέ τη γλυκύτητα της προσδοκίας του.

Ο ήρωας του Χ.Μ., ο Τόρου Βατανάμπε, στα 37 του σε ένα ταξίδι στη Γερμανία, ακούγοντας μια ορχηστρική διασκευή του τραγουδιού των Μπιτλς, θυμάται τα νεανικά του χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις δύο γυναίκες  που σημάδεψαν τη ζωή του, την Ναόκο και τη Μιντόρι. Καθεμία απ’ αυτές ήταν ξεχωριστές για τον ίδιο, καθώς τις ερωτεύτηκε σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του και δεν τις ξέχασε ποτέ. Μέσα από την πορεία της γνωριμίας και της σχέσης τους, παρακολουθούμε ένα ταξίδι έντονου ερωτισμού, αυτογνωσίας και παράλληλα αναπάντητων ερωτημάτων για την ανθρώπινη υπόσταση αλλά και την απώλεια, τα οποία αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση στους αναγνώστες. Ο ήρωας αναρωτιέται για το πώς μπορούμε να διαχειριστούμε την απώλεια  ενός αγαπημένου προσώπου και πώς θα ξεπεράσουμε τον πόνο από την απουσία του- το ίδιο κι εμείς.

Ο Τόρου, η Ναόκο και η Μιντόρι είναι 3 νέοι άνθρωποι που βλέπουν τις ζωές τους να συνδέονται και να διαλύονται με καρμικό αλλά και τραγικό τρόπο. Ένα ταξίδι ερωτισμού, ρεαλισμού αλλά και έντονα υπαρξιακό μόλις ξεκίνησε.

Η υπόθεση εξελίσσεται  σιγά σιγά από σκηνή σε σκηνή, από διάλογο σε διάλογο    κι έτσι  γνωρίζουμε καλύτερα τα πρόσωπα και ακολουθούμε τον ιστό που επεκτείνεται προς διάφορα σημεία δημιουργώντας ένα πλατύ σκηνικό. Η καθημερινότητα παρουσιάζεται άκρως ρεαλιστικά, χωρίς όμως να κουράζει αλλά με τρόπο που να δημιουργεί πολλαπλά ερείσματα για την κατανόηση του συνολικού πλάνου της ζωής του Τόρου. 

Ο πρωταγωνιστής είναι ένας φυσιολογικός φοιτητής, λίγο απόκοσμος, λίγο ευαίσθητος, λίγο παράξενος, πολύ ειλικρινής και ντόμπρος, εν μέρει σαρκικός, εν μέρει πνευματικός, άλλα αρκετά ηθικός. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε διαφανή, όπως ένα καθαρό γυαλί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πώς είναι αλάνθαστος και ηθικά τέλειος. Είναι ένα απλός νέος που δεν παρεκκλίνει την υποσυνείδητης αθωότητάς του μέσα στην οποία χωράνε και μικρά ανθρώπινα λάθη.  Μένει στην εστία, όπου ακολουθεί μια τυπική καθημερινότητα. Ωστόσο, γύρω από αυτόν κινούνται άτομα με ιδιαιτερότητες που σε συνδυασμό μαζί  του λειτουργούν παράδοξα και συχνά άκρως αντισυμβατικά. 

Photo editor:Κική Χοροζάνη (Lavart)

Ο φίλος  του, Κιζούκι αυτοκτόνησε και το κορίτσι του τελευταίου (και φίλη του Τόρου), η Ναόκο, περνά ψυχολογικές διαταραχές και κλείνεται σε ένα σανατόριο στο βουνό, όπου όλα χαρακτηρίζονται από μια ήρεμη αλλά παράξενη ηρεμία και γαλήνη.

 Η Ναόκο λειτουργεί με τη συστολή της νιότης, αγαπά χωρίς ανταλλάγματα, δίνεται χωρίς να προκαλεί, κάνει έρωτα όπως θα έκανε μια συζήτηση και βέβαια μόνο με ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται στενά, ούτε καν με το πρώτο της αγόρι. Η απώλειά  του, την καταρρακώνει και ο ψυχισμός  της καταρρέει, ακριβώς επειδή κατέρρευσαν τα θεμέλια των σχέσεών  της με τους άλλους. Στην περίεργη ηρεμία και μακαριότητα του σανατόριου ο Τόρου, σε μια επίσκεψή  του, γνωρίζει τη μεγαλύτερη σε ηλικία μουσικό Ρέικο και οι τρεις τους αλληλεπιδρούν σε μια προσπάθεια αυτοβελτίωσης όλων. 

Όταν πάει πίσω στο Τόκιο, ο Τόρου κάνει παρέα με έναν ευφυή, κυνικό γυναικά, τον Ναγκασάβα, και την κοπέλα  του, τη Χατσούμι, ενώ γνωρίζει μια ιδιαίτερη συμφοιτήτριά  του, τη Μιντόρι, η οποία διακρίνεται για την ακόρεστη σεξουαλικότητά  της και την αχόρταγη τάση για ζωή.

Η Μιντόρι είναι τελείως διαφορετική από τη Ναόκο. Είναι μια δραστήρια, σκόπιμα προκλητική κοπέλα, που επιζητά συνεχώς  την ανδρική επιβεβαίωση, ορμά και κυνηγά σαν θηρευτής, είναι αθυρόστομη, εκφράζει τις φαντασιώσεις της και επινοεί καινούργιες. Η σεξουαλικότητα είναι ένας τρόπος διαφυγής, τον οποίο χρησιμοποιεί για να εξισορροπήσει την πεζότητα της ζωής αλλά και το βασικό ένστικτο της είναι κατά πολύ ενισχυμένο, κι αυτό την κάνει να δεκδικεί το μερίδιο της στο ερωτικό κομμάτι.

Γενικότερα, ο άνθρωπος κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις. Από τη μία έχει ένα φιλήδονο και σαρκικό ένστικτο, το οποίο μερικές φορές μπορεί να είναι πηγή ελευθερίας αλλά και ανισορροπίας και από την άλλη η αθώα  ψυχή που θα ήθελε τα πράγματα να είναι πιο απλά και πιο φυσικά, που μερικές φορές εγκλωβίζεται στα «πρέπει» , πλακώνεται από το βάρος-τους και παραμερίζει τα «θέλω» της.

Photo editor:Κική Χοροζάνη (Lavart)

Όχι τυχαία, χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο «δυτικούς» συγγραφείς της Ιαπωνίας.Προσεγγίζοντας τη λογοτεχνία του, θα περίμενε ίσως κανείς να βρει όλα εκείνα τα στερεότυπα που για τον δυτικό αναγνώστη δημιουργούν την «ιαπωνικότητα», ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς ο συγγραφέας έχει επιλέξει να αφαιρέσει από το κείμενό  του στοιχεία της ιαπωνικής κουλτούρας, αφήνοντας όσα είναι κοινά σε όλο τον πολιτισμένο  δυτικό κόσμο.

Ήθελε να δημιουργήσει ένα έργο, το οποίο θα μπορούσε να εξελίσσεται σε οποιοδήποτε μέρος της Γης και το κατάφερε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.Εξάλλου και ο ίδιος ο τίτλος του είναι το γνωστό τραγούδι των Μπιτλς Norwegian Wood,πάνω στο οποίο στήνεται όλη η ιστορία.

Έπαιξε ένα ακόμα κομμάτι του Μπαχ από κάποια σουίτα. Με τα μάτια καρφωμένα στη φλόγα του κεριού, πίνοντας κρασί, ακούγοντας Μπαχ από τη Ρέικο, ένιωθα την ένταση μέσα μου να υποχωρεί. Όταν η Ρέικο ολοκλήρωσε τον Μπαχ, η Ναόκο της ζήτησε να παίξει κάποιο τραγούδι των Μπιτλς.
«Ώρα για παραγγελίες» , έκανε η Ρέικο και μου έκλεισε το μάτι. «Μου ζητάει να παίζω Μπιτλς κάθε μέρα. Λες και είμαι σκλάβα της».
Παρά τις διαμαρτυρίες της, η Ρέικο έπαιξε το «Michelle» άψογα.
«Ωραίο τραγούδι», είπε όταν τελείωσε. «Μου αρέσει πολύ». Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της. «Νιώθω σαν να βρίσκομαι σ’ ένα μεγάλο λιβάδι και ψιλοβρέχει».
Ύστερα έπαιξε το  «Nowhere Man» και το «Julia». Πότε πότε καθώς έπαιζε, έκλεινε τα μάτια της και κουνούσε το κεφάλι. Μετά έπινε λίγο κρασί και άναβε τσιγάρο.
«Παίξε το Norwegian Wood», είπε η Ναόκο.

Όταν η Ρέικο ολοκλήρωσε τον Μπαχ, η Ναόκο της ζήτησε να παίξει κάποιο τραγούδι των Μπιτλς.η Ρέικο έπαιξε το «Michelle» άψογα.
Ύστερα έπαιξε το  «Nowhere Man»….
….και το «Julia»
Photo editor:Κική Χοροζάνη (Lavart)

Παράλληλα, η περιγραφή της καθημερινότητας αλλά και της ζωής στην Ιαπωνία παρουσιάζεται με τόσο γλαφυρές εικόνες και τόσο απλές και λιτές περιγραφές, με αρκετές δόσεις ποιητικότητας, χωρίς όμως να δημιουργεί την εικόνα μιας ουτοπικής χώρας. Καταφέρνει να δώσει φροντισμένα τοπία, ειδικά όσον αφορά τις σκηνές στο βουνό, αλλά και προσεκτικά, ρεαλιστικά αποδοσμένα τα μέρη και οι διαδρομές στην πόλη. Όλα είναι τοποθετημένα στην απόλυτη φυσικότητά  τους κι ο αναγνώστης νιώθει πώς θέλει να γνωρίσει

από κοντά αυτή την τόσο μακρινή αλλά και τόσο διαφορετική από τη δική μας την κουλτούρα, χώρα, η οποία μέσα από την ίσως καταθλιπτική αλλά και ξεχωριστή της παρουσία είναι και τόσο σαγηνευτική!

Το «Νορβηγικό Δάσος» είναι  μια όαση στην κυνικότητα της εποχής μας. Ένας ύμνος στον γεμάτο προσδοκίες έρωτα, άκρως ανθρώπινο, με ήρωες που βιώνουν καθημερινά τον έρωτα, τον πόνο, την ζωή τον θάνατο,την απόρριψη, την νοσταλγία για την χαμένη νιότη , τα λάθη ,τα κενά της ψυχής, την απόλυτη ανάγκη για μια αγκαλιά , για έναν ψίθυρο και τέλος την δύναμη της επιλογής του μέλλοντος από το παρελθόν.

Σχολιάστε