Οι Τουλίπες της Sylvia Plath

Τουλίπες  (Tulips-1961)

Οι τουλίπες φλέγονται, εδώ έχουμε χειμώνα.

Δες πόσο λευκά είναι όλα, πόσο σιωπηλά και χιονοσκέπαστα.

Μαθαίνω την ηρεμία, ξαπλωμένη μοναχή μου ήσυχα

καθώς το φως απλώνεται σ’αυτούς τους λευκούς τοίχους, αυτό το κρεβάτι, αυτά τα χέρια.

Είμαι ο κανένας, δεν έχω καμία σχέση με εξάρσεις.

Παρέδωσα το όνομα και τα ρούχα μου στις νοσοκόμες

την ιστορία μου στον αναισθησιολόγο και το κορμί μου στους χειρουργούς.

Έχουν στηρίξει το κεφάλι μου ανάμεσα σε μαξιλάρι και πανωσέντονο

σαν μάτι ανάμεσα σε δύο λευκά βλέφαρα που δεν λένε να κλείσουν.

Ανόητη κόρη, λαίμαργη για το καθετί.

Οι νοσοκόμες περνοδιαβαίνουν αθόρυβα,

περνοδιαβαίνουν σαν γλάροι στην ενδοχώρα με τ’άσπρα σκουφιά τους,

πάντα απασχολημένες, η μια απαράλλαχτη με την άλλη,

ώστε δεν μπορείς να υπολογίσεις τον αριθμό τους.

Το σώμα μου είναι ένα βότσαλο γι’αυτές, το φροντίζουν όπως φροντίζει το νερό

τα βότσαλα που πάνω τους κυλάει, λειαίνοντάς τα απαλά.

Μου φέρνουν μούδιασμα μες τις αστραφτερές βελόνες τους, μου φέρνουν ύπνο.

Τώρα που έχω χάσει τον εαυτό μου αποστρέφομαι τις αποσκευές –

η λουστρινένια βαλίτσα μου σαν μαύρο κουτί για χάπια,

ο σύζυγος και το παιδί μου που χαμογελούν στην οικογενειακή φωτογραφία∙

τα χαμόγελα τους γαντζώνονται στο δέρμα μου, μικρά χαμογελαστά αγκίστρια.

Το άφησα να φύγει, ένα τριαντάχρονο φορτηγό πλοίο πεισματικά αρπαγμένο από το όνομα και τη διεύθυνσή μου.

Μ’ένα σφουγγάρι με καθάρισαν απ’όλους τους στοργικούς μου δεσμούς.

Φοβισμένη και γυμνή πάνω στο πράσινο πλαστικό φορείο

παρακολούθησα το σερβίτσιο μου, τις λινοθήκες μου, τα βιβλία μου

να βουλιάζουν βαθιά και το νερό μου σκέπασε το κεφάλι.

Τώρα είμαι μια καλόγρια, ποτέ δεν ήμουν τόσο αγνή.

Δεν ήθελα λουλούδια, το μόνο που ήθελα

ήταν να κείτομαι με τις παλάμες ανοιχτές και να είμαι απόλυτα αδειανή.

Πόσο ελεύθερος νιώθεις έτσι, δεν έχεις ιδέα πόσο –

η γαλήνη είναι τόσο τεράστια που σε σαστίζει

και δεν ζητάει, τίποτα, μια ετικέτα μ’ένα όνομα, ψευτοπράγματα.

Σ’αυτό καταλήγουν οι νεκροί, τους φαντάζομαι

να ανοίγουν το στόμα τους για να τη δεχτούν, σαν την όστια της Μετάληψης.

Κατ’αρχάς οι τουλίπες είναι υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν.

Ακόμη και μέσα απ’το χαρτί περιτυλίγματος τις άκουγα να ανασαίνουν

ανάλαφρα, μέσα απ’τα λευκά τους σπάργανα, σαν τρομερό βρέφος.

Η ερυθρότητά τους μιλάει στην πληγή μου, ταυτίζεται μαζί της.

Είναι ύπουλες: μοιάζουν να επιπλέουν κι όμως με τραβούν προς τα κάτω,

με αναστατώνουν με τους απρόσμενους φθόγγους τους και το χρώμα τους,

μια δωδεκάδα κόκκινα μολυβένια βαρίδια γύρω απ’το λαιμό μου.

Κανείς δεν με παρακολουθούσε πριν, τώρα είμαι υπό παρακολούθηση.

Οι τουλίπες στρέφονται σε μένα και το παράθυρο πίσω μου

όπου μια φορά τη μέρα το φως αργά εξαπλώνεται κι αργά εξασθενεί,

και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, μια χάρτινη σκιά

ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και στα μάτια των λουλουδιών

και δεν έχω πρόσωπο, ήθελα να εξαλείψω το πρόσωπό μου.

Οι ζωηρές τουλίπες καταβροχθίζουν το οξυγόνο μου.

Προτού να έρθουν ο αέρας ήταν ήρεμος,

πήγαινε κι ερχόταν, πνοή με την πνοή, αβίαστα.

Έπειτα οι τουλίπες τον γέμισαν σαν δυνατός θόρυβος.

Τώρα ο αέρας σκαλώνει και στροβιλίζεται γύρω τους όπως ένα ποτάμι

γύρω από την κόκκινη σκουριά μιας βουλιαγμένης μηχανής.

Αιχμαλωτίζουν την προσοχή μου, που έπαιζε κι αναπαυόταν

χαρούμενη, δίχως δεσμεύσεις.

Κι οι τοίχοι επίσης, μοιάζουν να θερμαίνονται.

Οι τουλίπες έπρεπε να είναι κλεισμένες σε κλουβί σαν άγρια θηρία∙

ανοίγουν σαν στόμα μεγάλης αφρικανικής γάτας,

κι εγώ έχω επίγνωση της καρδιάς μου: ανοίγει και κλείνει

το κοίλωμα με τα κόκκινα άνθη της από καθαρή αγάπη για μένα.

Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό κι αλμυρό, σαν τη θάλασσα,

κι έρχεται από μια χώρα μακρινή σαν την υγεία.

                                                                                        (μετ. Ε. και Κ. Ηλιοπούλου)

Και αυτή η ποιητική δημιουργία ανήκει στην Αμερικανίδα ποιήτρια ,Sylvia Plath, μια ιδιοφυής και σαφώς προικισμένη γυναίκα αλλά με διαταραγμένη και εντέλει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Η Sylvia Plath καταφέρνει στα 30 της χρόνια να πετύχει αυτό που πάντα επιθυμούσε , τον αυτοαφανισμό της. Ο θάνατος αποτελούσε  την πηγή έμπνευση των ποιημάτων της. Μοιάζει σαν αιώνιος ύπνος, ο οποίος μπορεί να την απελευθερώσει , αφήνοντας το πνεύμα της γαλήνιο και ήρεμο να τριγυρνά ανάμεσα στις τουλίπες και τα κυπαρίσσια. 

Οι Τουλίπες είναι ένα πολύ όμορφο ποίημα,το οποίο επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις και αντλεί την έμπνευσή του από τη διαμονή της Σύλβιας Πλάθ στο νοσοκομείο για εγχείριση σκωληκοειδίτιδας.Εδώ, το νοσοκομείο είναι μεταφορικά ο χώρος όπου ο άνθρωπος γίνεται ο κανένας, χωρίς όνομα, ρούχα και ιστορία, χωρίς αποσκευές. Αλλά οι τουλίπες τον συνδέουν, βίαια και εκ νέου, με «μια χώρα μακρινή σαν την υγεία». Οι ζωηρές κόκκινες τουλίπες, σύμβολο ζωής αλλά και πόνου, έρχονται σε αντίθεση με το λευκό, αποστειρωμένο, άνευρο περιβάλλον του νοσοκομείου. Η αποξένωση που νιώθει ο νοσηλευόμενος παραπέμπει στην αποξένωση του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Οι κατακόκκινες τουλίπες με χρώμα σαν το αίμα  της καρδιάς, πληγώνουν. Μέσα απ’ όλες αυτές τις αντιθέσεις και του συμβολισμούς παρακολουθούμε το δίλημμα της επιλογής του σύγχρονου ανθρώπου: να παραδοθεί στην απόλυτη ελευθερία του απόλυτου τίποτα της ανυπαρξίας ή να ζήσει με τις δεσμεύσεις των «αποσκευών» του.

Τα όνειρα που με τα χρόνια εξελίσσονται σε εφιάλτες , οι γνώριμες και αγαπημένες παρουσίες που γίνονται μισητές καθώς βυθίζονται στο χρόνο , η απεγνωσμένη προσπάθεια για επικοινωνία , η χαμένη ισορροπία  που οδηγεί στα άκρα και η αιώνια επιθυμία του αιώνιου είναι γνωρίσματα, τα οποία συναντάμε στις «Τουλίπες» αλλά και γενικά στα περισσότερα ποιήματά της.

Η ίδια χτίζει ένα ποιητικό σύμπαν, στο οποίο προσπαθεί να βρει τον εαυτό της, περιγράφοντα αισθήματα που μεταμορφώνονται σε εφιάλτες και την κατατρώγουν. Η μόνη άμυνά της είναι να συμφιλιωθεί με όλα όσα της συμβαίνουν, μένοντας τελικά υποταγμένη σε όλα τα πρέπει και πλήρως δυστυχισμένη.

Η αχαλίνωτη φαντασία της Plath είναι εκείνη που υποκινεί τα στοιχεία της ποίησης της και τα οδηγεί χωρίς αμφιβολία προς την αυτοκαταστροφή. Η ίδια ζει μια πνιγηρή πραγματικότητα, ποτισμένη από θάνατο και από την αδυναμία ομιλίας και αναπνοής. Αυτές οι αδυναμίες όμως, είναι η αφετηρία και το τέλος της δικής της ζωής.Αρχικά συνειδητοποιεί μέσω της ποίησης την αίσθηση του πόνου ή της αλήθειας που κρύβει ο πόνος και πως είναι αδύνατον να συνηθίσει την πραγματικότητα.΄Υστερα, τα ποιητικά της τέκνα είναι αυτά που ξεσκεπάζουν και δεν την οδηγούν στη λύτρωση αλλά στην εντρύφηση της στον πόνο έως εξαντλήσεως μέχρι να γίνει ένα με τον ψυχισμό της.    Η ποίηση της Sylvia Plath είναι συγκινησιακή, δυνατή μα πάνω από όλα ανθρώπινη. Είναι το καθαρό πρόσωπο ενός ανθρώπου που αποζητά την ιδέα της ελευθερίας, της αγάπης και της προσωπικής ολοκλήρωσης.

Τα ποιήματά της όμως, κατά παράδοξο τρόπο, όσο σκοτεινά και εσωστρεφή να είναι, ανήκουν σ΄ ένα ανοιχτό χώρο. Δεν είναι εγκλωβισμένα στη βιωματική συνθήκη του θανάτου που εκπέμπουν. Έχουν την ιδιαιτερότητα να αποκαλύπτουν όχι μόνο την αλήθεια της δικής της ψυχοσύνθεσης, αλλά να μεταδίδουν την αίσθηση ότι νιώθουμε τον οριακό της κόσμο: «οι τουλίπες είναι υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν»

Οι «Τουλίπες» όσο σκοτεινό και εσωστρεφές ποίημα κι αν είναι, κατά παράδοξο τρόπο ανήκει σ’ έναν ανοιχτό χώρο καθώς εμπνέεται από τον φυσικό κόσμο,ο οποίος παρουσιάζεται άψυχος και αδιάφορος για τις ανθρώπινες έγνοιες.Ωστόσο, η ποιήτρια καταφέρνει να δέσει αριστουργηματικά τα προσωπικά της βιώματα μ’ αυτά τα καλλωπιστικά λουλούδια,δίνοντας τους τρομακτικές διαστάσεις:»οι τουλίπες είναι υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν…»Οι τουλίπες αναπαριστούν και προσωποποιούν την εσωτερική αγωνία της και δρουν ως σαρκοβόρα φυτά που κατατρώνε το οξυγόνο της και μειώνουν τη θέληση για ζωή.

Η σκληρή και ειλικρινής αυτο-αποκάλυψη,η συναισθηματική της αμεσότητα είναι στοιχεία, τα οποία επιδρούν σε πολλούς ποιητές μετά από αυτήν και συνεχίζει να έχει απήχηση στους νεώτερους φίλους της ποίησης. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που αυτά τα ποιήματα διδάσκονται ακόμη και σήμερα σε Κολέγια και Πανεπιστήμια ως υποδείγματα ποιητικής δομής και ύφους.

Σχολιάστε